- κοβαλτίτης
- ο(ορυκτ.) θειοαρσενικούχο ορυκτό τού κοβαλτίου στο οποίο ο σίδηρος αντικαθιστά συνήθως μέρος τού κοβαλτίου και που έχει μεταλλική λάμψη, ενώ το χρώμα του κυμαίνεται από αργυρόλευκο ώς κοκκινωπό ή φαιό, αλλ. κοβαλτίνης.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cobaltite < cobalt- (πρβλ. κοβάλτιο) + κατάλ. -ite (πρβλ. -ίτης)].
Dictionary of Greek. 2013.